συναρχηγία

συναρχηγία
η, Ν
η από κοινού αρχηγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Βάσσος, Μαυροβουνιώτης — (Πετροπαύλιτς, Μαυροβούνιο 1797 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την περιπετειώδη ζωή του. Τον Αύγουστο του 1821 ανέλαβε τη συναρχηγία των Καρυστινών μαζί με τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Το 1823 συμμετείχε στη Β’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”